μώνυξ

μώνυξ
μῶνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ (Α)
(για ζώα) μονώνυχος, που έχει ένα μόνο νύχι, μία οπλή σε κάθε πόδι (α. «μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.
β. «μώνυχες ὗες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παλαιότερη ετυμολόγηση, η λ. μῶνυξ < *μον(ο)-ονυξ, με ανομοιωτική προβολή του -ν- και συναίρεση. Σήμερα έχει επικρατήσει η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε *σμ-ῶνυξ, που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (* sm-) τής ΙΕ ρίζας sem- «ένας» (πρβλ. μία) και τη λ. ὄνυξ, ὄνυχος, άρα σμ-ῶνυξ «με ένα νύχι». Η παλαιότερη άποψη δεν γίνεται δεκτή κυρίως γιατί η λ. είναι πολύ παλιά και η λ. μόνος ως α' συνθετικό (μονο-) μαρτυρείται αργότερα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μῶνυξ — with a single masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… …   Dictionary of Greek

  • μονώνυξ — μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ (Μ, Α μῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ) βλ. μονώνυχος …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • μωνύχων — μώνυχος masc/fem/neut gen pl μω̱νύχων , μῶνυξ with a single masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώνυξι — μώ̱νυξι , μῶνυξ with a single masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώνυξιν — μώ̱νυξιν , μῶνυξ with a single masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώνυχα — μώνυχος neut nom/voc/acc pl μώ̱νυχα , μῶνυξ with a single masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώνυχας — μώ̱νυχας , μῶνυξ with a single masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώνυχες — μώ̱νυχες , μῶνυξ with a single masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”